Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Πρωτοχρονιά του 1948


"Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους και πάλι στο ντουλάπι ούτε ψίχα ψωμί (Άννα μην κλαις), θα γυρέψουμε βερεσέ απ'τον μπακάλη."

  Βαρυχειμωνιά, παγωνιά, κρύο διαπεραστικό, μέρες ταραγμένες. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμάτα από "της γης τους κολασμένους". Τα στρατοδικεία έστελναν συνεχώς δεκάδες στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι χίτες οργίαζαν. Στήνανε μπλόκα στα σταυροδρόμια των μαχαλάδων και τσάκιζαν αριστερούς και δημοκράτες στο ξύλο. Στην πόλη σιγή θανάτου, "αντιλαλούν οι φυλακές, Ανάπλι και Γεντικουλές, αντιλαλούν δυο σήμαντρα, Συγγρού και παραπήγματα."
  Παραμονές Πρωτοχρονιάς ο πατέρας οδηγούνταν σε εξουσία στο Τρίκερι. Άφηνε πίσω του μόνη κι έρημη σαν την καλαμιά στον κάμπο τη γυναίκα του με έξι μικρά παιδιά κι ένα λεχωνούδι στη σαρμανίτσα. Παραμονές στο ντουλάπι ούτε ψίχα ψωμί, η γυναίκα του όμως εμφορούμενη από ατσαλένιο νευρικό σύστημα και ηθικό δεν πανικοβλήθηκε, "ας εξασφαλίσω γάλα για το μωρουδέλι που δεν καταλαβαίνει και τ'άλλα κάπως θα τα βολέψω." Ήταν χρόνια δίσεκτα. Αλέγρα καθώς ήταν ξεκίνησε προς την Κοινωνική Πρόνοια και προμηθεύτηκε το απαραίτητο γάλα.
  Μετά, γοργά-γοργά κατευθύνθηκε στο μπακάλικο των αδελφών Χαντζή και ζήτησε να της δώσει ο μπακάλης λίγα τρίμματα βερεσέ. Αυτός της τα προσέφερε, έκανε πως τα γράφει, αλλά τίποτα δεν έγραψε. Ήταν κι αυτός πονεμένος βλέπεις, γιατί ο αδερφός της ήταν εξόριστος στην κόλαση της Μακρονήσου. Αισιόδοξη κάπως η γυναίκα, πήγε στον Γιώργο τον Σιμτζή και του ζήτησε ένα καρβέλι ψωμί. "Άμα βγάλω ψαρόκολλα και την πουλήσω θα σε πληρώσω" του είπε. Πήρε το ψωμί κι έτρεξε στο σπίτι να βολέψει τη φαμίλια γιατί είχε φτάσει μεσημέρι.
  Μάζεψε η μικρομάνα στο χαγιάτι τη φαμίλια της και λίγα τρίμματα στο καθένα. Αυτά έτρωγαν ήσυχα-ήσυχα χωρίς άλλες απαιτήσεις. Η μάνα που τα παρακολουθούσε ξενίστηκε από στωικότητά τους και μονολόγησε μέσα της, "καλά, άμυαλα είναι και δεν διαμαρτύρονται για το φτωχικό... τραπέζι! Καλά τώρα τα ψευτοβόλεψα" είπε, "αύριο όμως χρονιάρα μέρα τι γίνεται;
  Ήρθε το βράδυ, η μάνα μάζεψε τη φαμίλια στο μαντζάτο σαν η κλώσα τα μικρά της. Κατά τις 11 το βράδυ ακούστηκε ένας χτύπος στην εξώπορτα. Η μάνα έβαλε αυτί ν'ακούσει. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση που λέει ο λαός. Πήγε κι άνοιξε την εξώπορτα κι είδε ένα καλάθι, κοίταξε προς τη ρούγα και το μόνο που είδε ήταν μια σκιά ανδρός που έτρεχε προς τη μπακαλοταβέρνα του Βαρέτα.
  Το πρόσωπό της έλαμψε, "το κόμμα" είπε και πήγε στο χαγιάτι. Βρήκε στο καλάθι αλεύρι, ρύζι, μακαρόνια και κρέας για κιμά. Μάνι-μάνι πήρε την κρεατομηχανή κι έκανε το κρέας κιμά. Ανήμερα Πρωτοχρονιάς πήγε στο μποστατζή (περιβολάρη) τον Ζαικό και του ζήτησε ένα λάχανο. Φίλος του άντρα της αυτός και γνωρίζοντας το χάλι της, της το έδωσε πρόθυμα. Νοικοκυρά καθώς ήταν έφτιαξε το πρωτοχρονιάτικο φαγητό και τάισε τα παιδάκια της μεσημέρι και βράδυ.
  Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ακούστηκαν δυνατές βροντές στην εξώπορτα. Τα παιδιά της αγουροξυπνημένα κοίταγαν την μάνα έκπληκτα. Αυτή χωρίς να τα χάσει πήρε τη λάμπα πετρελαίου και πήγε κι άνοιξε τη θύρα. Μπροστά της εμφανίστηκε ο διοικητής της Ασφάλειας, Κωνσταντίνου, κι από πίσω 20 ασφαλίτες. "Τι ζητάτε" είπε η μάνα, "εδώ κρύβεις αντάρτες, θέλουμε να κάνουμε έρευνα" της είπε ο Κωνσταντίνου. "Ευχαρίστως", του αποκρίθηκε η μάνα. Μπήκαν πρώτα στο Ματζάτο.
  Μόλις είδαν τον 15χρονο γιο της ρώτησε ο διοικητής "αυτός ποιος είναι;", "ο γιος μου", είπε η μάνα. Προφανώς τον πέρασαν για αντάρτη. "Που είναι ο άντρας σου;" ξαναρώτησε ο ασφαλίτης, "εσείς ξέρετε" αντιλόγησε η μάνα. "Ας καθόταν καλά για να μην είναι εκεί που τον έχουμε". "Τι κακό έκανε;" είπε η μάνα. "Ήθελε να οργανώσει αντάρτικο" είπε ο Κωνσταντίνου.
  Οι λέξεις έχαναν πλέον κάθε νόημα. "Πάμε στα πάνω δωμάτια" είπε ο ασφαλίτης. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, πέρασαν την κρεβάτα και μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Κοίταξαν προσεκτικά και μετά ο Κωνσταντίνου έριξε το βλέμμα του στον μουσαντρά. "Εκεί τι είναι;", "Ο μουσαντράς που βάζω τον γύκο.". "Άνοιξέ τον" είπε αυστηρά αυτός. Τον ανοίγει η μάνα κι αμέσως πετάγονται από μέσα 15 γάτες. Όλοι οι ασφαλίτες έφυγαν πατείς με πατώ σε, άλλοι έπεφταν από τη σκάλα κι έσπαζαν τα πλευρά τους, ενώ άλλοι φώναζαν "φύγετε, φύγετε, θα μας σκοτώσουν όλους οι αντάρτες.". "Να οι αντάρτες", είπε γελώντας η μάνα!
  Τι είχε συμβεί όμως κι έκαναν άγρια μεσάνυχτα επιδρομή οι ασφαλίτες; Κάποιος σπιούνος τηλεφώνησε στην Ασφάλεια ότι 15 αντάρτες αποβιβάστηκαν στη λίμνη κι ότι κρύβονται στο σπίτι του Μανέγα. Μετά από αυτό το φιάσκο έπιασε η Ασφάλεια τον σπιούνο και του έριξε τέτοιο ξύλο, που έκανε ένα μήνα να σηκωθεί απ'το κρεβάτι.
  Κλείνουμε με τα λόγια του Λόρκα, "οι φασίστες σου αρνούνται και την ησυχία του τίποτα".

(Παλιά Γιάννινα. Οι αγριόπαπιες που έφυγαν.)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου